- κουρταλώ
- κουρταλώ και κουρταλάω1. κρούω, χτυπώ κάτι επανειλημμένα: Δεν ειν' εύκολες οι θύρες, αν η χρεία τες κουρταλεί (Σολωμός).2. χειροκροτώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.